- ἐξηραίνετο
- ξηραίνω—parchimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχώνω — προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, όω, ΝΑ 1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω 2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.) 3.… … Dictionary of Greek